- ὀδοντισμός
- ὀδοντισμόςgnashing of the teethmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οδοντισμός — ὀδοντισμός, ὁ (Α) [οδοντίζω] τρόπος με τον οποίο έπαιζαν τον αυλό μιμούμενοι το τρίξιμο τών δοντιών τού φιδιού Πύθωνα … Dictionary of Greek
ὀδοντισμόν — ὀδοντισμός gnashing of the teeth masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδόντισμα — ὀδόντισμα, τὸ (Α) [οδοντίζω] οδοντισμός* … Dictionary of Greek